Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Χριστός γεννήθηκε στο στάβλο της Βηθλεέμ,έφαγε το κρίθινο ψωμί και τα πικρά χόρτα της Ναζαρέτ,ήπιε το κρασί της Κανά,περπάτησε στα μαγευτικά ακρογιάλια της Λίμνης,μίλησε με τους ψαράδες και τους Φαρισαίους,μπήκε στα σπίτια των αμαρτωλών,δέχτηκε φιλιά και φτυσίματα,αγαπήθηκε και μισήθηκε,σταυρώθηκε και θάφτηκε μέσα βαθιά στη γη σ’ ένα μνήμα.Μα ύστερα αναστήθηκε.Ο Άχραντος λόγος των Ουρανών κατέβηκε χαμηλά κι άγγιξε παντού τη βαριά σάρκα της γης μα δε λερώθηκε καθόλου και δεν έχασε τίποτα από το υπερκόσμιο μεγαλείο Του.Γύρισε το ίδιο πάναγνος στους καθαρούς Του κόσμους για να μας δείχνει αιώνια την άνοδο και την πορεία προς τα Ε π ά ν ω .
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
(Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου)

Είναι ωραίο πράγμα να κτίζει κανείς τον τέλειο άνθρωπο και να νοιώθει τη γοητεία του, κι αυτή τη σημασία έχουνε τα λόγια του Μενάνδρου : «Ως χαρίεν εσθ’ άνθρωπος αν άνθρωπος ή». (Πόσο όμορφο πράγμα είναι ο άνθρωπος όταν είναι άνθρωπος).
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
(Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου)
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
(Του Αγίου Επισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς)


Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Οι εχθροί με έχουν οδηγήσει μέσα στην αγκάλη Σου περισσότερο, από ό,τι οι φίλοι μου. Οι φίλοι με έχουν προσδέσει στην γη, ενώ οι εχθροί με έχουν λύσει από την γη και έχουν συντρίψει όλες τις φιλοδοξίες μου στον κόσμο.
Οι εχθροί με αποξένωσαν από τις εγκόσμιες πραγματικότητες και με έκαναν έναν ξένο και άσχετο κάτοικο του κόσμου. Όπως ακριβώς ένα κυνηγημένο ζώο βρίσκει ασφαλέστερο καταφύγιο από ένα μη κυνηγημένο, έτσι και εγώ, καταδιωγμένος από τους εχθρούς, έχω εύρει το ασφαλέστερο καταφύγιο, προφυλασσόμενος υπό το σκήνωμά Σου, όπου ούτε φίλοι ούτε εχθροί μπορούν να απωλέσουν την ψυχή μου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Αυτοί μάλλον, παρά εγώ, έχουν ομολογήσει τις αμαρτίες μου ενώπιον του κόσμου.
Αυτοί με έχουν μαστιγώσει, κάθε φορά που εγώ είχα διστάσει να μαστιγωθώ.
Με έχουν βασανίσει, κάθε φορά που εγώ είχα προσπαθήσει να αποφύγω τα βάσανα.
Αυτοί με έχουν επιπλήξει, κάθε φορά που εγώ είχα κολακεύσει τον εαυτό μου.
Αυτοί με έχουν κτυπήσει, κάθε φορά που εγώ είχα παραφουσκώσει με αλαζονεία.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου σοφό, αυτοί με αποκάλεσαν ανόητο.
Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου δυνατό, αυτοί με περιγέλασαν σαν να ήμουν νάνος.
Κάθε φορά που θέλησα να καθοδηγήσω άλλους, αυτοί με έσπρωξαν στο περιθώριο.
Κάθε φορά που έσπευδα να πλουτίσω, αυτοί με εμπόδισαν με σιδηρά χείρα.
Κάθε φορά που είχα σκεφθεί ότι θα κοιμόμουν ειρηνικά, αυτοί με ξύπνησαν από τον ύπνο.
Κάθε φορά που προσπάθησα να κτίσω σπίτι για μία μακρά και ήρεμη ζωή, αυτοί το κατεδάφισαν και με έβγαλαν έξω.
Στ' αλήθεια, οι εχθροί με έχουν αποσυνδέσει από τον κόσμο και άπλωσαν τα χέρια μου στο κράσπεδο του ιματίου Σου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Ευλόγησέ τους και πλήθυνέ τους! Πλήθυνέ τους και κάνε τους ακόμη πιο σκληρούς εναντίον μου!
Ώστε η καταφυγή μου σε Σένα να μην έχει επιστροφή.
ώστε κάθε ελπίδα μου στους ανθρώπους να διαλυθεί ως ιστός αράχνης.
ώστε απόλυτη γαλήνη να αρχίσει να βασιλεύει στην ψυχή μου.
ώστε η καρδιά μου να γίνει ο τάφος των δύο κακών διδύμων μου αδελφών: της αλαζονείας και του θυμού.
ώστε να μπορέσω να αποθηκεύσω όλους τους θησαυρούς μου εν ουρανοίς.
α! ώστε να μπορέσω για πάντα να ελευθερωθώ από την αυταπάτη, η οποία με περιέπλεξε στο θανατηφόρο δίχτυ της απατηλής ζωής.
Οι εχθροί με δίδαξαν να μάθω -αυτό που δύσκολα μαθαίνει κανείς- ότι ο άνθρωπος δεν έχει εχθρούς στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του.
Μισεί κάποιος τους εχθρούς του μόνον όταν αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι δεν είναι εχθροί, αλλά σκληροί και άσπλαχνοι φίλοι
Είναι πράγματι δύσκολο για μένα να πω ποιος μου έκανε περισσότερο καλό και ποιος μου έκανε περισσότερο κακό στον κόσμο: οι εχθροί ή οι φίλοι.
Γι' αυτό, ευλόγησε, ω Κύριε, και τους φίλους μου και τους εχθρούς μου.

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ

(Του Αγιου Γρηγορίου Νύσσης)

«…Η προσευχή είναι φύλακας της σωφροσύνης, χαλιναγωγεί τον θυμό, καταστέλλει την υπερηφάνεια, προσευχή καθαρίζει από τη μνησικακία, διώχνει το φθόνο, καταργεί την αδικία, επανορθώνει την ασέβεια.

Η προσευχή είναι δύναμη των σωμάτων, φέρνει χαρά στο σπίτι, χορηγεί ευνομία στην πόλη, παρέχει ισχύ στην εξουσία, δίνει νίκη κατά την διάρκεια του πολέμου, εξασφαλίζει την ειρήνη, ξαναενώνει τους χωρισμένους, διατηρεί στη θέση τους ενωμένους.

Η προσευχή είναι το επισφράγισμα της παρθενίας, η πιστότητα του γάμου, όπλο στους οδοιπόρους, φύλακας όσων κοιμούνται, θάρρος των ξύπνιων, στους γεωργούς φέρνει την ευφορία, στους ναυτιλλόμενους χαρίζει τη σωτηρία.

Η προσευχή γίνεται συνήγορος των δικαζομένων, ελευθερία των φυλακισμένων, παρηγοριά των λυπημένων, χαρά για τους χαρούμενους, παρηγοριά στους πενθούντες, δόξα γι’ αυτούς που έρχονται σε γάμο, γιορτή στα γενέθλια, σάβανο σ’ αυτούς που πεθαίνουν.

Η προσευχή είναι συνομιλία με τον Θεό, θεωρία των αοράτων, πληροφόρηση για όσα επιθυμούμε, ομοτιμία με τους αγγέλους, προκοπή στα καλά έργα, αποτροπή από τα κακά, διόρθωση για κείνους που αμαρτάνουν, απόλαυση των παρόντων αγαθών, υπόσταση των αγαθών του μέλλοντος.

Η προσευχή μετέβαλε για τον Ιωνά σε σπίτι το κήτος, επανέφερε στη ζωή τον Εζεκία από αυτές τις πύλες του θανάτου. Για χάρη των τριών νέων μετέστρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δροσερή αύρα και για τους Ισραηλίτες κέρδισε νίκη κατά των Αμαληκιτών.

Και κοντά σ’ αυτά μπορείς να βρεις αμέτρητα παραδείγματα από εκείνα που έχουν γίνει κι από τα οποία φαίνεται καθαρά πως κανένα από όσα θεωρούνται πολύτιμα στη ζωή δεν είναι ανώτερο από την προσευχή.

Επειδή είναι πολλά και κάθε είδους τα αγαθά που μας έδωκε η θεία χάρη, αυτό το ένα έχουμε να ανταποδώσουμε για όσα λάβαμε, δηλαδή να πληρώνουμε τον Ευεργέτη με την προσευχή και με την ευχαριστία…».

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΝ)


Πάτερ, Υιέ και άγιο Πνεύμα, ομόθρονη Τριάς, ομοούσιε και αχώριστε. Σε παρακαλούμε εμείς οι φτωχοί, οι ξένοι, οι γυμνοί και ταλαίπωροι, που για την αγάπη Σου δεν έχουμε σ’αυτή τη ζωή «που την κεφαλήν κλίναι» κάμπτουμε τα γόνατα της ψυχής και του σώματος, της καρδιάς και του πνεύματος, και δεόμεθα και σε παρακαλούμε και σε ικετεύουμε ύψιστε Θεέ, το μέγα όνομα Σαβαώθ. «Κλίνον το ούς σου» αγαθέ και άγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτορ, και δέξου με ευμένεια την ικετέρια προσευχή και ταπεινή δέησή μας και καταξίωσέ μας ν’ αγιασθούμε με τη δύναμή Σου και τ’ονομά Σου οικτίρμον, ελεήμον, μακρόθυμε και πολυέλεε Κύριε. Δείξε συμπάθεια στα παραπτώματά που κάναμε είτε με λόγο είτε με έργο είτε με τη διάνοια. Σε παρακαλούμε εύσπλαγχνε, μη μας καταισχύνεις και μη μας απορρίψεις απο το προσωπό Σου εσύ, που απ’την υπερβολική Σου αγάπη κάμπτεσαι στις προσευχές όσων σε αγαπούν.


ΠΡΟΣΕΥΧΗ

(Του Αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου)

"Εγώ πατήρ, εγώ νυμφίος, εγώ οικία,
εγώ τροφεύς εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος.
Πάν όπερ άν θέλης εγώ.
Μηδενός έν χρεία καταστής. Εγώ δουλεύσω.
Ήλθον γάρ διακονήσαι, ού διακονηθήναι.
Εγώ καί φίλος καί ξένος καί κεφαλή καί αδελφός,
καί αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.
Μόνον οικείως έχε πρός εμέ!
Εγώ πένης διά σέ καί αλήτης διά σέ,
επί σταυρού διά σέ, επί τάφου διά σέ.
άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί,
Κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα
παρά του Πατρός.
Πάντα μοι σύ καί αδελφός καί
συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος.
Τί πλέον θέλεις;

Προσευχή

(Ποίημα Δημητρίου Μητροπολίτου Ροστοβίας του νεοφανούς αγίου και θαυματουργού εν τη Ρωσία, ην έλεγε καθ’ εκάστην)

Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε, σκέπε με, και διαφύλαττε τον δούλο σου από παντός κακού ψυχής τε και σώματος, και από παντός εχθρού ορατού και αοράτου. Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σου. Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών. Χαίρε και ευφραίνου, Θεοτόκε Παρθένε, και πρέσβευε υπέρ του δούλου σου Κυρία και Δέσποινα των Αγγέλων και Μήτηρ των χριστιανών, βοήθησόν μοι τω δούλω σου. Ω Μαρία παναμώμητε, χαίρε νύμφη ανύμφευτε, χαίρε η χαρά των θλιβομένων και η παραμυθία των λυπουμένων. Χαίρε η τροφή των πεινώντων και ο λιμήν των χειμαζομένων, χαίρε των αγίων αγιωτέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα, χαίρε του Πατρός αγίασμα, του Υιού το σκήνωμα, και του Αγίου Πνεύματος το επισκίασμα. Χαίρε του πάντων Βασιλέως Χριστού του Θεού ημών το τερπνόν παλάτιον, χαίρε η Μήτηρ των ορφανών και η βακτηρία των τυφλών, χαίρε το καύχημα των χριστιανών και των προσκαλουμένων σε ο έτοιμος βοηθός.

Παναγία Δέσποινά μου, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου, ότι εις τας παναχράντους χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου. Γενού βοηθός και σκέπη της ψυχής μου εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως, και πρέσβευε υπέρ εμού του αναξίου ίνα εισέλθω καθαρός και αγνός εις τον Παράδεισον. Μη απορρίψης με, Κυρία μου, τον δούλον σου, αλλά βοήθησόν μοι, και δος μοι το συμφέρον της αιτήσεως. Λύτρωσαί με παντός κινδύνου, επιβουλής, ανάγκης και ασθενείας, και δώρησαί μοι προ του τέλους μετάνοιαν, ίνα σωζόμενος τη μεσιτεία και βοηθεία σου, εν μεν τω παρόντι βίω από παντός εχθρού ορατού και αοράτου, πορευόμενος θεαρέστως εν τοις θελήμασι του αγαπητού σου Υιού και Θεού ημών, εν δε τη φοβερά ημέρα της κρίσεως από της αιωνίου και φοβεράς κολάσεως προσκυνώ, ευχαριστώ και δοξάζω το πανάγιόν σου όνομα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦν πρό τόκου παρθένος, καί ἐν τόκῳ παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα ἀλώβητον τήν ἑαυτῆς παρθενίαν. (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν ἐρωταποκρίσει λθ´).

Ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφητεύσας τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, παρθένον τήν μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ ὠνόμασεν· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσει τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσ. ζ´. 14). Τοῦτο δέ δηλοῖ οὐ μόνον τήν πρό τόκου παρθένον, ἀλλά καί τήν ἐν τόκῳ καί τήν μετά τόκον παρθένον, διότι ἡ παρθένος ἔμελλε νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅν θά ἐκυοφόρει, θά ἐγαλακτοτρόφει καί θά ἀνέτρεφε κατά τήν βρεφικήν καί παιδικήν αὐτοῦ ἡλικίαν. Ἡ παρθένος ἀνεδείχθη μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ οὐχί μόνον διά τόν χρόνον τῆς κυήσεως, ἀλλά διά τό διηνεκές. Κατά τόν προφήτην ὁ Θεός παρθένον, ἤτοι ἐλευθέραν παντός συζυγικοῦ δεσμοῦ ἐξελέξατο, καί πρός οὐδένα ὑποχρεωμένην. Τοῦτο δηλοῖ καί ἡ λέξις ἁελμάχ, ὡς μαρτυρεῖται καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσ. κεφ. κδ´, 43, ἔνθα ἡ παρθένος Ρεβέκκα καλεῖται ἁελμάχ, καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῶν ψαλμῶν (ἐν ψαλμῷ ξζ´. ἑβδμ. ἤ ξη´. Ἑβραϊκ.), ἔνθ᾿ αἱ τυμπανίστριαι νεάνιδες καλοῦνται ἁελμόθ, ἤτοι αἱ παρθένοι. Ἐπίσης καί εἰς τό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κεφ. Α´. στίχ. 3 φέρεται κατά τούς ἑβδομήκοντα «διά τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε»· τό δέ ἑβραϊκόν ἔχει ἁελμόθ, ἤτοι παρθένοι ἠγάπησάν σε. Βεβαίως ἐνταῦθα οὐ περί ἐγγάμων ἤ μεμνηστευμένων πρόκειται· ὅτι δέ περί παρθένων πρόκειται, τοῦτο εἶναι εὔδηλον καί οὐδείς δύναται νά τό ἀρνηθῇ. Ὥστε ὁ προφήτης προλέγων τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεωρεῖ τήν παρθενίαν ἀπηλλαγμένην πάσης πρός τινας ὑποχρεώσεως. Ἐκ τῆς προφητείας δηλοῦται ὅτι ἡ παρθένος αὕτη ἦν προορισμένη πρό αἰώνων καί ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ὅπως γίνῃ μήτηρ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ἡ παρθένος ἡ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ ὡς ἐκλελεγμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ, μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνῆκε καί οὐδενί ἑτέρῳ· ἐάν δέ ὁ Θεός πρός ἐξυπηρέτησιν τῆς θείας βουλῆς ἔδωκεν αὐτῇ τόν Ἰωσήφ ὡς μνηστῆρα, ὁ δεσμός οὗτος ἦν ὅλως πνευματικοῦ χαρακτῆρος καί οὐδέν παρεῖχε δικαίωμα συζυγίας τῷ Ἰωσήφ. Τοῦτο ἐδηλώθη σαφῶς ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου τῷ Ἰωσήφ, ὅστις ἐπιγνούς τῆς θείας οἰκονομίας τό μυστήριον, ἐδείχθη πρόθυμος ὑπηρέτης τῆς θείας βουλῆς. Οὐκ ἄρα ὁ Θεός τήν μνηστήν τοῦ Ἰωσήφ ἐξελέξατο ὡς μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, ἀλλά τήν προεκλελεγμένην ἤδη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ἐνεπιστεύθη τῷ Ἰωσήφ πρός ἀμοιβήν τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς· διότι πάντως ὁ Ἰωσήφ ἦτον ἐκλελεγμένος μεταξύ ἁπάντων τῶν Ἰουδαίων.

Κατά ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος προωρίσθη νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὡς τοιαύτη δέ ἔδει νά ᾖ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ εἰς τό διηνεκές· διότι ἀφοῦ πρός τοῦτο προωρίσθη, χρεών ἦν νά ἀφοσιωθῇ ὅλῃ ψυχῇ καί καρδίᾳ τῷ ὑψηλῷ αὑτῆς προορισμῷ, καί οὗτος μόνος νά ᾖ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτῆς μέριμνα καί φροντίς, τό μόνον μέλημα, καί ἡ ἄπαυτος μελέτη· διότι ἀληθῶς πᾶσα ἑτέρα φροντίς ἤ μέριμνα, ἤ πᾶν ἕτερον μέλημα καί ἑτέρα μελέτη καί ἀπασχόλησις, ὡς ἀποσπῶσα αὐτήν τοῦ ὑψηλοῦ αὐτῆς προορισμοῦ καί τῆς ἁγίας αὐτῆς ἀποστολῆς θά ἐδείκνυον αὐτήν ἐστερημένην τῆς πρωτίστης ἀρετῆς τῆς συναισθήσεως τοῦ ὑψίστου αὐτῆς καθήκοντος καί τῆς μετ᾿ αὐταπαρνήσεως τελείας πληρώσεως αὐτοῦ. Ἡ ἁγία παρθένος ὡς μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ δέν ἠδύνατο νά ἀναλάβῃ τήν ὑποχρέωσιν νά γίνῃ μήτηρ ἄλλων τέκνων. Πρῶτον διότι ἡ μητρική στοργή πρός τό θεῖον τέκνον, ἡ εὐλάβεια πρός αὐτό, ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ λατρεία πρός αὐτό, τό θεῖον πῦρ τό διαφλέξαν τήν καρδίαν αὐτῆς καί ἐκπυρακτῶσαν αὐτήν, τό πληρῶσαν αὐτήν τοῦ τελείου ἀγαθοῦ, τό μηδεμίαν θέσιν καταλιπόν ταῖς γηΐναις ἀπολαύσεσι καί ἐπιθυμίαις, οὐδόλως ἐπέτρεπον αὐτῇ νά ἀναλάβῃ ἑτέραν ὑποχρέωσιν πρός ἕτερα τέκνα. Δεύτερον διότι ἡ πτερωθεῖσα αὐτῆς διάνοια, ἡ τό θεῖον διερευνῶσα βρέφος καί πρός αὐτό μόνον τήν ἀνύψωσιν ἔχουσα, καί περί αὐτοῦ μόνον ἀσχολουμένη, καθίστα ἀδύνατον τήν περί ἄλλας σκέψεις καί φροντίδας τροπήν. Τρίτον διότι τό θεῖόν ἐστι ζηλότυπον, ζητεῖ δέ ἀπόλυτον ἀγάπην· ἀγάπην ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης καρδίας, καί ἐξ ὅλης διανοίας· ἐάν δέ ὁ Ἰησοῦς ἀπῄτησε τοιαύτην ἀγάπην παρά τῶν ἑαυτοῦ ὀπαδῶν, πολλῷ μᾶλλον τοῦτο ἀπῄτει παρά τῆς μητρός αὐτοῦ. Ἐπειδή δέ πᾶν τό ὑπό τοῦ Σωτῆρος ἀπαιτούμενον εἶναι δώρημα παρ᾿ αὐτοῦ διδόμενον, παρά δέ τῶν λαμβανόντων διαθέσεως μόνον δεόμενον, ἕπεται ὅτι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου, ἡ τοιαύτης ἀξιωθεῖσα χάριτος καί δωρεᾶς, ἠγάπησε τόν Υἱόν αὑτῆς ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί ἐκολλήθη ἡ ψυχή αὐτῆς ὀπίσω τοῦ υἱοῦ αὐτῆς, καί οὐδεμία δύναμις ἠδύνατο νά ἀποσπάσῃ αὐτήν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ θείου αὐτῆς τέκνου. Τέταρτον διότι ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις καί ἡ μοναδική γέννησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον ἀνέδειξαν τήν Παρθένον Μαρίαν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλά καί ναόν Ἅγιον καί κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἀπέδειξαν. Τά δέ ἅπαξ τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα καί ὑπό τοῦ Θεοῦ ἁγιασθέντα οὐ γίνονται κοινά, ἀλλ᾿ εἰς τό παντελές διαμένουσι ἱερά καί ἅγια τῷ Θεῷ καί μόνῳ αὐτῷ ἀνήκουσι. Δέν ἠδύνατο ἄρα ἡ Θεοτόκος νά τέκῃ ἄλλα τέκνα. Ἐάν δέ παρθένοι τῷ Θεῷ ἀφιερωθεῖσαι καί ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ τρωθεῖσαι βασιλείων γάμων καταφρονῶσι, τί περί τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐροῦμεν;

Τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεκήρυξαν ἤδη πρό αἰώνων καί οἱ προφῆται. Καί ἐν πρώτοις, μετά τούς λόγους τοῦ Ἡσαΐου, οἱ λόγοι τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ περί τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς, ἥν ὁ Θεός ἐπέδειξεν αὐτῷ ἐν ὁράσει τινί ἔσται κεκλεισμένη, τήν Παρθένον ἐδήλουν. Ἰδού δέ οἱ λόγοι οὗτοι τοῦ προφήτου· «Καί ἐπέστρεψέ με κατά τήν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας, τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς· καί αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καί εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καί οὐδείς μή διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς· ὅτι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὑτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Δότι ὁ ἡγούμενος οὗτος καθήσεται ἐν αὐτῇ τοῦ φαγεῖν ἄρτον ἐναντίον Κυρίου» (Ἰεζεκιήλ μδ´ 1-3).

Διά τῶν λόγων τούτων τῆς ὁράσεως ὁ προφήτης προαναγγέλει μυστικῶς τήν μέλλουσαν ἐκ παρθένου σάρκωσιν καί γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ καί τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου.

Πάντες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως οὕτως ἡρμήνευσαν τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ Προφήτου. Ἀλλά πλήν τούτου, ἐάν ἡ προφητεία αὕτη, ἡ δι᾿ ὁράσεως γενομένη, δέν ἔλαβε τήν ἔκβασιν ἐν τῇ γεννήσει τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἰσραήλ, ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας, τότε οὐδέποτε πλέον ἔκβασιν λήψεται διά τήν ἔλευσιν τοῦ Σωτῆρος. Διότι διά τῆς ὁράσεως ἀπεκαλύφθη τῷ προφήτῃ ἡ εἴσοδος τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου εἰς τόν κόσμον τοῦτον ὡς υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις ἐγένετο διά τῆς παρθένου Μαρίας· ἀπεκαλύφθη ὅτι μόνος ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἰσραήλ ὁ μέλλων φαγεῖν ἄρτον ἐν αὐτῇ τῇ πύλῃ, τῇ παρθένῳ, ἤτοι ἐνσαρκωθῆναι ἐν αὐτῇ, διελεύσεται δι᾿ αὐτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Ὥστε ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἦν προωρισμένη ὑπό τῆς θείας βουλῆς ὡς καί αὕτη ἡ παρθένος ἦν προωρισμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ὑπό τῆς θείας βουλῆς, ὅπως γίνῃ καί μείνῃ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἑρμηνεύων τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Τίς ἐστιν αὕτη ἡ πύλη, εἰμή ἡ Μαρία κεκλεισμένη διά τοῦτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπόν ἡ Μαρία, δι᾿ ἧς ὁ Χριστός εἰσῆλθεν εἰς τοῦτον τόν κόσμον, ὅτε ἐκ παρθενικοῦ τόκου προῆλθε, τά τῆς παρθενίας κλεῖθρα μή λύσας». (Ambros. De instit. Virgin).

Τήν Ἁγίαν Παρθένον θείᾳ εὐδοκίᾳ κυοφοροῦσαν, τίκτουσαν καί μετά τόκον ὡς πρό τόκου διαμένουσαν, προδιετύπωσαν ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ἐξαίσια προσέτι γεγονότα. Ἡ βάτος ἡ φλεγόμενη καί μή κατακαιομένη, ἡ ἄφλεκτος διαμείνασα μετά τήν τοῦ θείου πυρός ἐπιφοίτησιν, τήν Παρθένον προδιετύπωσεν. Ἡ θάλασσα ἡ μετά τήν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ μείνασα ἄβατος, τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεσήμηνεν. Ἡ πέτρα ἡ ἐκβλύσασα τό ὕδωρ τό ζῶν τήν Παρθένον προεικόνισεν. Ἡ πύρινος στήλη ἡ τόν Ἰσραήλ φωταγωγήσασα καί ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἐν αἷς ἐγένετο Κύριος ὁ Θεός, τήν Παρθένον προενέφηναν. Ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τήν Παρθένον προεδήλωσεν. Ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης τήν Παρθένον ὑπέδειξεν. Ἡ ῥάβδος τοῦ Ἀαρών ἡ βλαστήσασα τήν Παρθένον προεμήνυσεν. Ἡ στάμνος ἡ τό οὐράνιον μάννα χωρήσασα τήν Παρθένον διετύπωσεν. Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός, τήν Παρθένον προεσήμηνεν. Ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος τήν Παρθένον προϋπέγραψεν. Αὐτός ὁ Ναός τῆς Ἱερουσαλήμ τόν Ναόν τόν ἔμψυχον τοῦ Παμβασιλέως ὑπετύπωσεν. Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἥν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας, ἡ λαβοῦσα τόν ἄνθρακα ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, τήν Παρθένον ὑπέδειξε, τήν συλλαβοῦσαν ἐν γαστρί τον θεῖον ἄνθρακα Χριστόν. Τό ὄρος τό ἀλατόμητον ἐξ οὗ ἐτμήθη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Χριστός τήν Παρθένον προδιετύπωσεν.

Πῶς ἤδη ἡ Παρθένος ἡ προωρισμένη γενέσθαι μήτηρ Θεοῦ, ἡ ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ἡ προδιατυπωθεῖσα διά τοιούτων μυστικῶν συμβολικῶν παραστάσεων, ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ, ἠδύνατο νά ἀποβῇ σύζυγος τοῦ Ἰωσήφ; Οὐδέποτε! Οὐδέποτε! Ἡ Παρθένος ἦν πρό τόκου Παρθένος, καί ἐν τόκῳ Παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν Παρθένος διέμεινε. Τά ἅγια οὐδέποτε γίνονται κοινά· τά ἀφιερωθέντα τῷ Θεῷ μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνήκουσι· διό καί ἱερόσυλοι οἱ συλῶντες τά ἱερά καί ἀσεβεῖς θεωροῦνται καί ἄξιοι κατακρίσεως, ὅτι τά τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα ἐσύλησαν.

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου ἱστορεῖ τά ἑξῆς· «Τῷ ἕκτω μηνί ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαβΐδ καί τό ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἡ δέ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καί διελογίζετο, ποταμός εἴη ὁ ἀσπασμός οὗτος. Καί εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μή φοβοῦ, Μαριάμ εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῷ. Καί ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί, καί τέξῃ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται. Καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ Πατρός αὐτοῦ· καί βασιλεύσει ἐπί τόν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Εἶπε δέ Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον· Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καί ἀποκριθείς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ, καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱός Θεοῦ…Εἶπε δέ Μαριάμ· «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμά σου. Καί ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος».

Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ δηλοῦται α´) ὅτι ἡ μεμνηστευμένη τῷ Ἰωσήφ Μαριάμ, οὖσα ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἰωσήφ διετέλει παρθένος. β´) ὅτι θαυμάζει περί τοῦ τρόπου τῆς πληρώσεως τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου ὡς μή γνοῦσα ἄνδρα καί ὡς μή γνωσομένη τοιοῦτον· διότι ἐάν προὔκειτο νά ἔλθῃ εἰς γάμου κοινωνίαν τῷ Ἰωσήφ, ἦν λίαν φυσικόν, μεμνηστευμένη οὖσα, νά ὑποθέσῃ ὅτι ὁ ἄγγελος διαλέγεται αὐτῇ περί τοῦ συλληφθησομένου ἐκ τοῦ γάμου· ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέθεσε, διότι ἀφιερωμένη ἦν τῷ Θεῷ· γ´) ἡ τοῦ Ἀγγέλου ἀναγγελία, ὅτι εὗρε χάριν παρά τῷ Θεῷ, δηλοῖ ὅτι αὕτη ἐξελέγη, ἵνα γίνῃ καί διατελῇ μήτηρ τοῦ Θεοῦ· διό καί ἔστιν εὐλογημένη ἐν γυναιξί. Πῶς εἶναι ἤδη δυνατόν νά ὑποθέσῃ τις ὅτι ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ Παρθένος, ἡ εὑροῦσα χάριν παρά τῷ Θεῷ, ὅπως γίνῃ Μήτηρ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξίν, ἡ γενομένη ἔμψυχος ναός τοῦ Σωτῆρος, αὕτη ἐγκαταλείπει τό θεῖον κλέος καί αὐτόν τόν θεῖον Υἱόν ἵνα γίνῃ μήτηρ υἱῶν ἀνθρώπου καί μερίζει τήν ἀγάπην καί τήν φροντίδα τήν ὀφειλομένην πρός τό θεῖον τέκνον καί πρός ἄλλα τέκνα; Οἱ τοιαῦτα ὑποτιθέντες ἀγνοοῦσι τί ἐστιν ἀγάπη τρωθείσης καρδίας ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ θείου, καί μάλιστα κόρης Θεομήτορος.

Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἱστορῶν τήν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος λέγει ὅτι ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐφανερώθη τῷ Ἰωσήφ καί ἐγνώρισεν αὐτῷ τήν σύλληψιν τῆς παρθένου Μαρίας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου· καί ὅτι τοῦτο ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τό ῥηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου λέγοντος· «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἐνταῦθα παρατηροῦμεν ὅτι ὁ Ἄγγελος, ἐν ᾧ, καλεῖ τήν Μαριάμ γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ, ἐν τούτοις βεβαιοῖ αὐτήν παρθένον.

Ἀλλά, καί τοι οὕτω σαφῶς εἰσιν εἰρημένα τά περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, τινές παρεξηγοῦντες τούς λόγους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τούς ῥηθέντας ἐπί τούτῳ ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ μονογενής υἱός τῆς Παρθένου ἐκ τῆς Παρθένου ἐγεννήθη ὡς καί συνελήφθη ὑπό τῆς Παρθένου, ὑποθέτουσιν ὅτι μετά τόν θεῖον τοκετόν ἔτεκεν αὕτη καί ἄλλα τέκνα, συνάγοντες τό συμπέρασμα ἐκ τῆς ἑξῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου· «Καί παρέλαβε τήν γυναῖκα αὑτοῦ καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». Ἀλλ᾿ ἀγνοοῦσι φαίνεται οἱ τό τοιοῦτον συμπέρασμα συνάγοντες, ὅτι τό «ἕως οὗ» καί τό «πρωτότοκος» ἐν τῇ Γραφῇ εἰσι δηλωτικά ἐννοίας πολύ διαφόρου τῆς κοινῆς ἐννοίας.

Τό «ἕως οὗ», ὁσάκις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἁγία Γραφῇ, δηλοῖ τό διηνεκές, καθώς καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Τοῦτο ἀκούοντες μή ὑποπτεύσωμεν διά τοῦ ἕως ὅτι μετά αὐτήν ἔγνω· τό γάρ ἕως ἔθος ἐστί τῇ Γραφῇ πολλάκις τιθέναι εἰς τό διηνεκές· οἷον «οὐχ ὑπέστρεψεν ὁ κόραξ εἰς τήν κιβωτόν, ἕως οὗ ἐξηράνθη ἡ γῆ»· καί τοι γε οὐδέ μετά ταῦτα ἐπέστρεψε». Καί ὁ Ἰσίδωρος· «Τό ἕως ὡς τό «ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» καί τό «ἕως ἄν κατηγηράσητε ἐγώ εἰμι», καί τό «οὐκ ἐπέστρεψε ἡ περιστερά πρός τόν Νῶε ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ», ἅπερ εἰσί διηνεκῶς εἰρημένα. Νοητέον δέ καί οὕτως· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν πόθεν συνέλαβεν «ἕως οὗ ἔτεκε» καί εἶδε τά γενόμενα σημεῖα.»

Ἐπίσης καί τό «πρωτότοκος» ἔχει ἐν τῇ Γραφῇ ἄλλην σημασίαν. Ὁ Ζυγαδηνός λέγει «Πρωτότοκον δέ λέγει νῦν οὐ τόν πρῶτον ἐν ἀδελφοῖς, ἀλλά τόν καί πρῶτον καί μόνον· ἔστι γάρ τι καί τοιοῦτον εἶδος ἐν ταῖς σημασίαις τοῦ πρωτοτόκου. Καί γάρ πρῶτον ἔστιν ὅτε τόν μόνον ἡ Γραφή καλεῖ. Ὡς τό «ἐγώ εἰμι Θεός πρῶτος καί μετ᾿ ἐμέ οὐκ ἔσται ἕτερος» (Ἡσ. μδ´, 6). Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἐν τῇ ὁμιλίᾳ εἰς τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λέγει· «Οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρός τούς ἐπιγινομένους ἔχει τήν σύγκρισιν, ἀλλ᾿ ὁ πρῶτον διαγοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Καί ὁ Θεοφύλακτος ἐν κεφ. ΙΙ τοῦ Λουκᾶ (σελ. 315) λέγει· «Πρωτότοκον υἱόν ὠνόμασε τῆς Παρθένου τόν Κύριον, καί τοι μή δευτέρου τινός τεχθέντος, εἰκότως· πρωτότοκος γάρ λέγεται καί ὁ πρῶτος τεχθείς, κἄν μή δεύτερος ἐπετέχθη». Καί ὁ αὐτός πάλιν ἐν κεφ. Ι πρός Κολοσσαεῖς (σελ. 635) λέγει· «Ὁ πρωτότοκος οὐ πάντως πρός τούς ἑξῆς λέγεται παρά τῇ Γραφῇ, ἀλλ᾿ ἀπολύτως οὕτως, ὁ πρῶτος τεχθείς. Οὕτως οὖν καί ἡ Θεοτόκος Μαριάμ ἔτεκεν αὐτόν τόν κατά σάρκα πρωτότοκον οὐκ ἔχοντα πάντως ἀδελφούς ἐφεξῆς αὐτῷ· μονογενής γάρ καί ἐκ ταύτης».

Ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρός Ρωμαίους ἐπιστολῇ (η´ 29) καλεῖ τόν Χριστόν «πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»· καί ἐν Κολοσσαεῖς (α´ 15) καλεῖ τόν Χριστόν πρωτότοκον πάσης κτίσεως, λέγων· «Ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα»· καί ἐν στίχῳ 18 λέγει· «καί αὐτός ἐστι κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν». Καί ἐν τῇ πρός Ἑβραίους (α´ 5-6) λέγει· «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε· καί πάλιν· ἐγώ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καί αὐτός ἔσται μοι εἰς Υἱόν· ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην λέγει· Καί προσκυνησάτωσιν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ»· καί ἐν κεφ. ιβ´ 23 τήν Ἐκκλησίαν καλεῖ «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων».

Ἐκ τῶν χωρίων τούτων δηλοῦται ὅτι τό πρωτότοκος ἐν τῇ Γραφῇ, ὁσάκις λέγεται περί τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζει τήν ἔννοιαν τοῦ μονογενής· ὥστε τό πρωτότοκος εἶναι ἴσον τῷ μονογενής.

Ὁ Θεοφύλακτος σαφηνίζων τοῦτο λαμπρῶς λέγει· «Ἐκ πατρός πρωτότοκος, οὐχ ὡς πρός τά λοιπά κτίσματα, ἀλλ᾿ ἀπολύτως· μονογενής γάρ καί κατά τήν ἄνω γέννησιν» (ἐν τῷ μέρει Ἀπόστολοι σελ. 346). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος· «Εἰ δέ πρωτότοκος νεκρῶν εἴρηται διά τό αἴτιος εἶναι τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, οὕτω καί πρωτότοκος κτίσεως διά τό αἴτιος εἶναι τοῦ ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγεῖν τήν κτίσιν» (κατά Εὐνομιανῶν). Οἱ αἱρετικοί Εὐνομιανοί, οἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου, καί οἱ σημερινοί ὀπαδοί αὐτῶν ὡς δευτέραν ἔνστασιν προσάγουσι τά ἐν τοῖς εὐαγγελισταῖς ἀπαντῶντα χωρία, ἐν οἷς ἀναφέρονται ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. ιβ´ 46-48, 49, Μαρκ. ς´. 3, Ἰωάν. β´. 17, ζ´. 3), ἀλλ᾿ ἐκ τούτων δέν ἕπεται ποσῶς, ὅτι οἱ ἀδελφοί οὗτοί εἰσι τέκνα τῆς Παναγίας Παρθένου Μαρίας. Ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς καλοῦνται ἀδελφοί καί οἱ συγγενεῖς. Ἐπί παραδείγματι ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Λώτ ὠνομάσθησαν ἀδελφοί (Γεν. ιγ´. 8). ἐν ᾧ ὁ Λώτ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. ιβ´ 4, 5, ιδ´ 14-16). Ὁ Ἰακώβ καί ὁ Λάβαν ὠνομάσθησαν ἐπίσης ἀδελφοί, ἐν ὧ ὁ Ἰακώβ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Λάβαν ὡς υἱός τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ Ρεβέκκας, συζύγου τοῦ Ἰσαάκ (Γεν. κη´ καί κθ´ καί λς´ καί λζ´). Ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ ἐπίσης δέον νά ληφθῇ καί ἡ ἐπωνυμία ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, ἤτοι οἱ πλησίον συγγενεῖς καί οὐχί ἀδελφοί ὁμομήτριοι. Διότι οἱ καλούμενοι ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἰσί τέκνα τοῦ Ἰωσήφ ἐκ τῆς πρώτης αὐτοῦ γυναικός. Ὅτι δέ ἡ Θεοτόκος μόνον τόν Ἰησοῦν ἀφράστως ἔτεκε μαρτυροῦσι α´) οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος οἱ ἀπό τοῦ Σταυροῦ πρός τήν Μητέρα ἑαυτοῦ καί πρός τόν Ἰωάννην, δι᾿ ὧν συνίστα πρός μέν τόν Ἰωάννην τήν Μητέρα ἑαυτοῦ ὡς Μητέρα τοῦ Ἰωάννου, πρός δέ τήν Μητέρα τόν Ἰωάννην ὡς Υἱόν αὐτῆς (Ἰωάν. ιθ´. 26). Ἐάν ἡ Μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καί ἕτερα τέκνα, ἡ σύστασις αὕτη ἦν ὅλως περιττή· τά τέκνα αὐτῆς θά ἐφρόντιζον περί αὐτῆς. β´) Ἡ ἀρχαιοτάτη παράδοσις περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, ἥτις ἐπιβεβαιοῖ τοῦτο. γ´) Ἡ καταδίκη τῶν Εὐνομιανῶν καί ὅλων ἐκείνων τῶν αἱρετικῶν τῶν ἀρνουμένων τήν ἀειπαρθενίαν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ὑπό τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἥτις μαρτυρεῖ ἐπίσης τό ἑνιαῖον φρόνημα τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου.

Τό περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου δόγμα στηρίζεται ἐπί ἀκραδάντου βάσεως, τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος καί ὁμολογεῖται ὑπό τῶν ἀρχαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων. Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ἀποστολικός Πατήρ, μαθητής Ἰωάννου τοῦ Ἀποστόλου καί θέμεθλος τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας ἐν τῇ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῇ καλεῖ τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον. Προστίθησι δέ τάδε· «Τρία τινά ἔλαθον τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου, τουτέστι τόν Διάβολον· ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». «Οὗτος ἐκυοφορήθη ἐκ Μαρίας κατ᾿ οἰκονομίαν ἐκ σπέρματος μέν Δαυΐδ, πνεύματος δέ Ἁγίου…Καί ἔλαθε τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». Ἄρα ὑπερφυσικῶς ἔτεκεν ἡ Θεοτόκος Μαρία, καί Παρθένος, ὡς ἦν, μετά τόκον διέμεινεν. Ἐντεῦθεν ὁ θεῖος οὗτος πατήρ τόν τοκετόν τοῦτον ὀνομάζει Μυστήριον, ἐπισυνάπτων τοῖς εἰρημένοις· «Τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη, ἡμῖν δέ ἐφανερώθη».

Κατά τάς ἀρχάς δέ τοῦ Β´ αἰῶνος καί ὁ Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνων, ἀντιπολεμῶν πρός τούς τήν παρθενίαν τῆς Θεοτόκου πολεμοῦντας Θεοδοτίωνα, Ἀκύλαν κτλ. κηρύττει ἀπολύτως τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον, λέγων· «Καθώς ἐκείνη (ἡ Εὔα) ἔχουσα μέν τόν Ἀδάμ, παρθένος δέ εἰσέτι ὑπάρχουσα… παρακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο θανάτου, οὕτω καί ἡ Μαρία προωρισμένον μέν ἔχουσα ἄνδρα, παρθένος δέ οὖσα ὑπακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο σωτηρίας». Καί πάλιν· «ὅ ἔδησεν ἡ Εὔα παρθένος δι᾿ ἀπιστίαν, τοῦτο ἔλυσεν ἡ Παρθένος Μαρία διά τήν πίστιν». Καί πάλιν· «Ὥσπερ ἐκείνη (ἡ Εὔα) διά λόγου ἀγγέλου ἀπεχωρίσθη, ὥστε ἐκφεύγειν τόν Θεόν, ὡς παραβᾶσα τό ρῆμα αὐτοῦ, οὕτω καί αὕτη (ἡ Μαρία) δι᾿ ἀγγελικοῦ λόγου εὐηγγελίσθη, ὥστε βαστάζειν τόν Θεόν, ὡς ὑπακούσασα τῷ ῥήματι Αὐτοῦ. Ἐκείνη μέν παρήκουσε τοῦ Θεοῦ, αὕτη δέ ἐπείσθη ὑπακοῦσαι τῷ Θεῷ, ὥστε τῆς παρθένου Εὔας ἡ Παρθένος Μαρία ἐγένετο συνήγορος». (Adνer. Haeres III, c. 21 § 4 καί V, c, 19).

Ὁ δέ Ὡριγένης ὡσαύτως λέγει: «Αὕτη ἡ παρθένος Θεόν ἐγέννησε καί μήτηρ ἐγένετο, ἀλλά τήν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλεν». (ὁμιλ. Α´. εἰς Ματθ.). Καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος (ἐν Αἱρέσ. οη´) διακηρύττει τά ἑξῆς· «Τίς ποτε Μαρίαν εἰπών καί διερωτηθείς οὐχί τήν παρθένον προσέθετο;» Ὁ δέ Ἱερώνυμος, ἀκμάσας περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, κατά τοῦ αἱρετικοῦ Πελαγίου γράφων, λέγει· «Μόνος ὁ Χριστός τάς πύλας τῆς παρθενικῆς μήτρας ᾐνέωξεν, αἵ καί ἑξῆς κεκλεισμέναι διέμειναν» (διάλογ. β´). Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ὡσαύτως περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, ἐδίδασκε τάδε· «Ἡ Μαρία τόν τύπον ἐν ἑαυτῇ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἐνέδειξεν· ὥσπερ τόν Υἱόν γεννῶσα παρθένος διέμεινεν, οὕτως αὕτη ἐν παντί καιρῷ τά μέλη ἑαυτῆς γεννᾷ καί τῆς παρθενίας οὐ στέρεται». (De symbol. Ad Catech. Libr. IV, 1). Καί ἐν τῷ περί παρθενίας (κεφ. 4) ὁ αὐτός τά ἑξῆς· «Ἡ Παρθενία τῆς Μαρίας εἶναι τοσούτῳ μᾶλλον πολύτιμος καί κεχαριτωμένη, ὅσω εἶναι ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ παρ᾿ αὐτῆς τῆς Παρθένου πρό τῆς συλλήψεως αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο δέ δείκνυται ἐκ τῶν λόγων αὐτῆς πρός τόν Ἄγγελον τόν εὐαγγελισάμενον αὐτῇ τήν σύλληψιν· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Βεβαίως ἡ παρθένος δέν θά ὡμίλει οὕτως ἐάν αὕτη δέν εἶχε ὁριστικῶς ὑποσχεθῇ τῷ Θεῷ νά μείνῃ Παρθένος. Ἀλλ᾿ ὡς τοῦτο ἦτο ἐναντίον τοῖς Ἰουδαϊκοῖς ἤθεσιν αὕτη ἐμνηστεύθη μετά ἀνδρός δικαίου, ὅστις ὤφειλεν οὐ μόνον νά σέβηται αὐτήν, ἀλλ᾿ ἔτι νά καθιστᾶ καί τοῖς ἄλλοις σεβαστόν ὅ,τι αὕτη ἀφιέρωσε τῷ Θεῷ».

Ὁ δέ Τερτυλλιανός λέγει· «Εἰς παρθένον ἔτι τήν Εὔαν εἶχεν εἰσέλθῃ ὁ λόγος ὁ τῆς ζωῆς ποιητικός, ὥστε τό ἀπολεσθέν διά τοιούτου φύλου (τῆς γυναικός), διά τοῦ αὐτοῦ πάλιν φύλου νά ἀποκαταστηθῇ». De carne Christi cap. 17). Ὁ Μέγας δέ καί Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ὄχι μόνον Παρθένον, ἀλλά καί ἀειπάρθενον κηρύττει τήν Θεοτόκον, λέγων ἐν τῷ εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ὅτι «οὐκ ἐπαύσατό ποτε παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος», καί διατρανῶν ὅτι οὐδέ εἶναι δυνατόν τά ὦτα τῶν φιλοχρίστων νά καταδεχθῶσαι νἀκούσωσι τό ἐναντίον· «Διά τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἶναι παρθένος ἡ Θεοτόκος, ἐκείνας ἡγοῦμαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις».Καί ὁ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ἐν τῷ εἰς τόν Εὐαγγελισμόν λόγῳ (πθ´), πρός τήν Παρθένον ἀποτεινόμενος, λέγει· «Εὗρες νυμφίον φυλάσσοντά σου τήν παρθενίαν». Καί ἀλλαχοῦ «Δέσποιναν ἁγίαν καί ἀειπαρθένον» τήν Θεοτόκον καλεῖ (ὁμιλ. LXII tομ. VI). Καί πάλιν· «Θεοτόκον καί ἀειπαρθένον Μαρίαν» (ὁμιλ. CXI τόμ.V).Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας «ἀπειρόζυγον δάμαλιν» καλεῖ τήν Παρθένον. Καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ μέγας, περί τῆς Παναγίας Παρθένου λαλῶν, λέγει· «Διό καί Παρθενομήτωρ, ὡς Θεοτόκος, ἡ ἁγία Παρθένος» (τόμ. ΙΙ σελ. 34).

Καί αὐτός δέ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν τῷ περί οὐρανίου Ἱεραρχίας (IV σελ. 49) «Θεομήτορα τήν Παναγίαν Παρθένον» καλεῖ. Ὁ δέ Γρηγέντιος (ἐν ταῖς συζητήσεσι πρός Ἰουδαῖον) «ἀείπαιδα καί Θεοτόκον» τήν Μαρίαν ὀνομάζει. Καί ὁ Καισάριος ἐν διαλόγῳ (ἐρωτήσει ΧΧ) λέγει· «ἡ θεανδρική τοῦ λόγου ἐκ τῆς ἀείπαιδος Μαρίας προέλευσις». Καί Τίτος ὁ Βόστρων «πανάμωμον» τήν ὄντως πανάμωμον ἀποκαλεῖ.

Αὐτή ἡ Ἐκκλησία τέλος εἰς ἀρχαιοτάτας αὑτῆς ᾠδάς ὑμνεῖ τήν Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, ὡς θεοτόκον, θεογεννήτριαν, ἀειπαρθένον, θεομήτορα, παρθενομήτορα, ἀπειρόγαμον μητέρα, ἄγαμον νύμφην, μητροπάρθενον, φαεσφόρον, ναόν ἔμψυχον, ἀνύμφευτον νύμφην, ἁγνείας θησαύρισμα, χώραν ἀνήροτον, σκηνήν ἐπουράνιον. Συνελέξαμεν δέ πλέον τῶν ἑκατόν τιμητικῶν ἐπιθέτων τῆς Θεοτόκου ἐκφραστικῶν τοῦ περί τῆς ἀειπαρθενίας Αὐτῆς φρονήματος τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας. Πολλά δέ τούτων εὑρίσκονται καί ἐν τοῖς συγγράμμασι ἀρχαίων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων. Ἡ ὑμνῳδία ἄλλως τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐκφράζει τό στερρόν τῆς καθόλου ἐκκλησίας φρόνημα τό ἐπικρατῆσαν ἐν αὐτῇ ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί μέχρις ἡμῶν διασωθέν. Ἐκεῖ δέ ὅπου λαλεῖ ἡ οἰκουμενική ἐκκλησία σιγησάτω πᾶσα γλῶσσα βροτεία· διότι ὅταν ὁμιλῇ ἡ ἐκκλησία, ὁμιλεῖ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἅγιον· ὁ δέ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιλέγει. Ἀντιλέγουσι δέ τῷ ὄντι τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ οἱ τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου ἀρνούμενοι, ὡς ἀρνούμενοι, αὐτήν τήν ἀλήθειαν, ἥν καί διά τῶν κατά τόπους καί καιρούς θεοφόρων Πατέρων καί διά αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία ἐκύρωσεν ὡς παράδοσιν ἁγίαν καί ἀποστολικήν πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων παραδεδεγμένην.

Αὐτή ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθεῖσα, διακηρύττει φαεινῶς τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν αὐτῷ τῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως, λέγουσα περί τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θείας ἐναναθρωπήσεως, ὅτι ἐγένετο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἡ ἐπίσημος δέ αὕτη ἀνακήρυξις τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου ὑπό Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἀπό τῶν ἀποστολικῶν χρόνων. Οὐχ ἧττον τό δόγμα τοῦτο καί οἰκουμενικαί καί τοπικαί καί ἐπαρχιακοί Σύνοδοι ὡς δόγμα πίστεως ἀπαράβατον ἐπεκύρωσαν. Ἡ ΣΤ´ μάλιστα οἰκουμενική Σύνοδος μακρόν ποιεῖται λόγον περί τῆς παρθενίας καί ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου (ἐν πράξει ια´) καί κηρύττει τήν Θεοτόκον παρθένον πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον. Ὁμοίως καί ἐν τῷ Α´ κανόνι ἡ Σύνοδος αὕτη ἀνομολογεῖ τήν Θεοτόκον ἀειπάρθενον, κηρύττουσα ἕνα Χριστόν, τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ σαρκωθέντα καί τήν αὐτόν τεκοῦσαν ἀσπόρως ἀειπάρθενον, κυρίως καί κατ᾿ ἀλήθειαν Θεοτόκον. Ἡ δέ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος καλεῖ τήν παρθένον «ἄχραντον παρθενομήτορα» (ἐν Κανόνι LXXIX). Πᾶσαι αὗται αἱ μαρτυρίαι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν διατηρησασῶν ἀναλοίωτον τήν ἱεράν ἀποστολικήν παράδοσιν, εἰσίν ἱκαναί ὅπως πείσωσι καί πληροφορήσωσι πάντας τούς πιστεύοντας ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ εἰς τάς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας. Οὐχ ἧττον τήν ἀλήθειαν καί τό κῦρος τῆς ἀληθείας τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων δέχεται οὐ μόνον ἡ Δυτική ἐκκλησία ἀλλά καί αὐτή ἡ Ἀγγλικανική. Ἐπί τοῦ κύρους δέ τούτου στηριζόμενοι καί μεγάλοι ἄνδρες τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας ἀποδέχονται τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου. Οὕτως ὀ Νέλσων λέγει· «Τό ἰδίως ἔξοχον καί ἀσύγκριτον προνόμιον ἐκείνης τῆς μητρός, ἡ ὀφειλομένη ἐξαίρετος τιμή καί προσκύνησις εἰς ἐκεῖνον τόν υἱόν, ἥτις παρ᾿ αὐτῆς πάντοτε προσηνέχθη αὐτῷ, τό σέβας πρός ἐκεῖνο τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ἐπισκιάσαν αὐτήν, ἡ υἱϊκή ἀγαθότης καί εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ, ᾧτινι ἐδόθη ὡς νύμφη, ἐπληροφόρησαν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὅλους τούς αἰῶνας, ὥστε νά πιστεύσῃ ὅτι αὕτη (ἡ Θεοτόκος) εἰσέτι ἐξακολουθεῖ οὖσα εἰς τήν ἰδίαν Παρθενίαν. Καί λοιπόν ἡμεῖς ἔχομεν χρέος νά ὁμολογῶμεν Αὐτήν Παρθένον Μαρίαν» (Nelsons Fest. London 1732 pag. 172).

Καί ὁ John Pearson λέγει: «Ὅταν λέγηται· «ἐγώ πιστεύω εἰς τόν Ἰησοῦ Χριστόν τόν γεννηθέντα ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας», διά τούτου πρέπει νά ἐννοῶμεν τόσον· «ἐγώ συνομολογῶ τοῦτο, ὡς ἀληθεστάτην καί ἀλανθαστοτάτην ἀλήθειαν, ἤγουν ὅτι ὑπῆρξε γυνή τις ὀνόματι Μαρία, νύμφη τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἐκ Ναζαρέτ, ἥτις πρό καί μετά τά νυμφεῖα ὑπῆρξε καθαρά καί ἄμωμος Παρθένος, καί ἐνῷ ἦτο καί ἠκολούθει νά εἶναι εἰς τοιαύτην παρθενίαν, συνέλαβε, διά τῆς ἀμέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείας, ἐν τῇ μήτρᾳ αὑτῆς τόν μονογενῃ Υἱόν τοῦ Θεοῦ· καί μετά τόν φυσικόν τῶν ἄλλων γυναικῶν καιρόν, ἐγέννησεν αὐτόν, ὡς πρωτότοκον αὑτῆς Υἱόν, ἀκολουθοῦσα εἰσέτι νά εἶναι ὁποία καθαρωτάτη καί μόνη ἄμωμος παρθένος». (Παράβλ. Καί Ἐπιστολμ. Διατριβή ἤτοι ἀνασκευή τῆς ὑπό τοῦ Κ. Ἀλβέρτου ἀπαντήσεως ὑπέρ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου Μαρίας ὑπό Ἀρσένη Παύδη. Κέρκυρα 1850). Οὕτω λοιπόν καί διά τῶν Ἁγίων Συνόδων καί διά τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί διά τῆς ἐν γένει ἀποστολικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καθώς καί διά τῆς μαρτυρίας αὐθεντικοῦ κύρους ἀνδρῶν ἀλλοδόξων, ἐπικυροῦται καί ἐπιστηρίζεται τό ἑδραῖον καί ἀκλόνητον τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας δόγμα περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναχράντου καί Παναμώμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Μητρός.

Εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ὅσων περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου εἴπομεν, παραθέτομεν ἐνταῦθα καί τά θαυμάσια ταῦτα ρήματα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἅτινα ἔγραψε «Γρηγορίῳ τῷ παρακανδιδάτῳ, αἰτησαμένῳ λύσιν ἀπορίας», «Ὁ ἀσπασμός ἄνωθεν· ἡ σύλληψις ἄσπορος, κύησις ἄφραστος, ὠδῖνες ἀλόχευτοι· σφραγίς τῆς παρθενίας, ἡ τῶν ὠδίνων διάλυσις, (ὁ γάρ τόκος ἄφθορος καί ἡ τεκοῦσα παρθένος καί μετά γέννησιν). Ὁ Θεός ἐν σαρκί τό τικτόμενον· χορός ἀγγέλων ᾆσμα τό θαῦμα ποιούμενοι· ἔνθα τοσούτων καί τηλικούτων συνδρομήν, πῶς ἄν τις διαμφισβητήσειε, κἄν πάντα ἀσεβεῖν ἔθετο μελέτην, ὅτι μή οὐχί παρθένος ἡ παρθένος καί μέχρι τέλους διέμεινεν; Εἰ δέ τό «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον», ὑπόθεσιν βλασφημίας ἑαυτοῖς τινες ἀνευρίσκουσιν, ἴστωσαν, ὡς ἡ τῶν ἀχράντων λογίων ἀλήθεια τό μέν παράδοξον καί ὑπερφυές καί ὑπέρ κατάληψιν ἠβουλήθη παραστῆσαι, ὅπερ ἐστί τόκος ἄνευ ἀνδρός ἐπιγνώσεως· τό δέ μετά ταῦτα νοεῖν κατέλιπεν ὡς ἀκόλουθον. Τό γάρ τήν ἐν τόκῳ παρθενεύουσαν καί τό λοιπόν διά βίου παρθενεύειν, οὔτε καινόν ὅλως ἤ παράδοξον, ἀλλά καί τοῖς προηγιασμένοις ἐξ ἀναγκαίου μᾶλλον ἑπόμενον. Ἄλλως τε δέ καί τῶν Ἰουδαίων τέως ἐπιστομίζειν ἔγνω τό βλάσφημον, οἵ ἐκ πορνείας τόν ἄσπορον τόκον διέσυρον· διό καί πρός τήν ἐκείνων ἵσταται κακόνοιαν, δι᾿ ᾧν τρανοῖ καί ἀνακηρύττει τῆς τεκούσης τό ἀνέπαφον. Κἀκεῖνο δέ συνιέτωσαν, ὅτι μηδ᾿ αὐτάς τάς λέξεις, ἐξ ὧν οἱ θεῖοι χρησμοί, συνιέναι ἠβουλήθησαν· εἰ γάρ ἄν τό «Ἕως» κατέμαθον ἐνίοτε μέν πρός ἀντιδιαστολήν τοῦ ἐφεξῆς χρόνου παραλαμβανόμενον, ἐνίοτε δέ ἐπί δηλώσει μεγάλων μέν ἔργων καί θεοπρεπῶν· καθάπερ καί νῦν, οὐ τήν πρός ἀντιδιαστολήν ἑτέρου χρόνου τινός, ἀλλά καί τοὐναντίον εἰς ὑποδήλωσιν ἀπεράντου διαστήματος. Καί ἀνά χεῖρα τά παραδείγματα· «Ἀνατελεῖ γάρ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη·» καί, «Κάθου ἐκ δεξιῶν μου (ἀνάγραπτός ἐστιν ὁ Πατήρ λέγων τῷ Υἱῷ) ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου·» καί, «Ἰδού, ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι (πάλιν ὁ Σωτήρ τοῖς μαθηταῖς φησιν) ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Καί δῆλον ὡς ἐνταῦθα τό ἕως οὗ χρονικόν τι μεθόριον καί πέρας παρεισάγει, μέγεθος δέ θείων πραγμάτων ἡ λέξις συμπαραδηλοῦσα εἰς ἀπεριόριστον παράτασιν τόν νοῦν τῶν ἐντυγχανόντων ἀναπέμπει. Οὐ μόνο δέ, ἀλλά καί τρίτον ἐστίν ἰδεῖν αὐτοῦ σημαινόμενον, δι᾿ οὗ μέγα μέν καί ὑπέρογκον οὐδέν ὑποδηλοῦται, ἁπλῶς δέ τό ἐναντίον τοῦ προτέρου ἕως διασημαίνεται· ὡς τό, «Οὐκ ἀνέστρεψε πρός τόν Νῶε ἡ περιστερά, ἕως τοῦ καταξηρανθῆναι τήν γῆν·» καί, «Ἕως ἄν καταγηράσητε, (ἀλλαχοῦ φησιν) ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»· καί ἄλλα μυρία, δι᾿ ὧν εὔδηλον καί τοῖς λίαν ἐθελοκωφοῦσι καθίσταται, ὡς ἀντί τοῦ διηνεκῶς καί εἰς τόν αἰῶνα ἡ λέξις παραλαμβάνεται. Ὅταν οὖν δείξωσιν οἱ πάντα θρασεῖς, μετά τήν τῆς σελήνης ἀναίρεσιν, τήν τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν δικαιοσύνην εἰς τό μή ὄν καταδύουσαν, καί τό πλῆθος αὐτοῦ τῆς εἰρήνης μειούμενον, καί εἰς ἔχθραν διαχεόμενον· καί μετά γε τό ὑποτεθεικένει τούς ἐχθρούς αὑτοῦ ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, τῆς δεξιῶν καθέδρας τοῦ Πατρός παρακινούμενον· (τόδε τό βλάσφημον εἰς τάς τῶν ἀναισχυντούντων κεφαλάς·) εἶτα δέ καί μετά τήν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος, ὅτε μᾶλλον τοῖς μαθηταῖς ἡ οἰκείωσις, αὐτῶν ἀφιστάμενον· καί ἐπειδαν καταγηράσωσιν οἱ τότε ἄνθρωποι, μηκέτι ὄντα τόν Θεόν· εἰ βούλει δέ, καί τήν περιστεράν μετά τό ξηρανθῆναι τήν γῆν πρός τόν Νῶε ἀναστρέψασαν, τότε διαπορείτωσαν, καί εἰ μετά τόν ἄρρητον καί παρθένιον τόκον, ἀνδρός ὁμιλίαν ἡ παρθένος ἐμελέτησεν. Εἰδέ μή κατ᾿ ἐντολήν ἔγραφον, πλείους ἄν, Θεοῦ διδόντος, τάς ἀποδείξεις σοι παρεθέμεθα· ἀλλ᾿ ἱκανά καί ταῦτα οἷς μή μετά τῆς ἀγνοίας καί ἡ διάνοια προσαπώλετο.»

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Η ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΆΓΙΟ ΙΣΙΔΩΡΟ ΤΟΝ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗ
Ο Άγιος Ισίδωρος έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τα όσα συνέβαιναν στο
χώρο της εκκλησίας . Πόση χαρά γέμιζε κάθε φορά που μάθαινε ότι κάποιος
ευλαβής και ενάρετος νέος προσερχόταν στις τάξεις του ιερού κλήρου και
προσευχόταν να υπηρετήσει τον κύριο και την εκκλησία με αυταπάρνηση και
ιδιοτέλεια . Αντίθετα πόνο και λύπη καταλάμβανε την ψυχή του όταν
πληροφορούνταν ότι υπήρχαν κληρικοί που ζούσαν χωρίς φόβο θεού η
χρησιμοποιούσαν την ιεροσύνη τους για πλουτισμό η για να περνούν άνετα
και γενικά να καταδυναστεύουν τους πιστούς που τους εμπιστεύθηκε η
εκκλησία. Εναντίον των επιλησμόνων κληρικών, όλων των βαθμών, έγραψε
ελεγκτικές επιστολές και προσπάθησε να τους φέρει σε συναίσθηση. Oι
ανάξιοι αρχιερείς και πρεσβύτεροι δέχθηκαν τις δίκαιες επικρίσεις του
Άγιου Ισιδώρου. Έγραψε πολλές επιστολές για ανάξιους κληρικούς όπως στο
Μάρων στο Ζώσιμο, τον Μαρτινιανό αλλά και σε άλλους κληρικούς που μόλυναν
με τη ζωή τους το ιερό θυσιαστήριο. Η ευθύνη του κληρικού έκανε τον άγιο
να αρνηθεί να γίνει κληρικός , όταν του το πρότεινε ο Μέγας Αθανάσιος να
τον χειροτονήσει και τελικά το δέχτηκε με πολλές πιέσεις. Μέσα από τις
επιστολές του θα δούμε τι πρέσβευε ο Άγιος για την ιεροσύνη .
Σε επιστολή που έστειλε στον επίσκοπο Ερμογένη γράφει: "κυριότερος
επίτροπος από τους επίγειους είναι αυτός που στέφθηκε ιερέας παρά εκείνος
που την πορφυρή εσθήτα. Γιατί ο ιερέας είναι υπεύθυνος των ψυχών ενώ ο
βασιλιάς των σωμάτων". Σε άλλη επιστολή με τον ίδιο παραλήπτη σημειώνει
"η ιεροσύνη βρίσκεται ανάμεσα στα θεια και την ανθρώπινη φύση, για να
υπηρετεί την πρώτη και να μεταβάλλει προς το ανώτερο την άλλη". Στον
επίσκοπο Θεοδόσιο γράφει "είναι θειο αξίωμα η ιεροσύνη και από όλα όσα
υπάρχουν το πιο τίμιο ...Γιατί με αυτή και αναγεννιόμαστε και παίρνουμε
μέρος στα ιδιαίτερα μας μυστήρια, χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατόν να
μετέχουμε στα ουράνια. Σύμφωνα με τους αψευδείς χρησμούς της αλήθειας που
άλλοτε λέει αν δεν αναγεννηθεί κάποιος με νερό και πνεύμα (δηλαδή με το
βάπτισμα και τη μετάνοια) δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών και
άλλοτε αν δεν φάει κάποιος τη σάρκα μου και δεν πιει το αίμα μου, δεν
έχει θέση μαζί μου ... Χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν να αξιωθεί κανείς
χριστιανικά τέλη κι αυτά μόνο με τη ιεροσύνη κατορθώνονται".
Στον πρεσβύτερο Κύρο γράφει ότι η ιεροσύνη "είναι υψηλότερη και αξιότερη
από κάθε βασιλεία", ενώ στον κόμη Ερμίνο ονομάζει την ιεροσύνη "θειο
πράγμα". Στον κόμη Ερμίο "θεια τελετή η οποία ανοίγει τους ουρανούς σε
όσους μυήθηκαν". Σε άλλες του επιστολές την ονομάζει "πράγμα ουράνιο",
"θεία λειτουργία" και "ιεροσύνη ουράνια".Σε επιστολή που έστειλε στον
διάκονο Παλλάδιο συγκρίνει την ιεροσύνη με τη βασίλεια γράφει ότι: "η
πρώτη ρυθμίζει τα θεία πράγματα, ενώ η άλλη τα επίγεια" και ως εκ τούτου
είναι όχι μόνον την υψηλή, αλλά και "περισσότερη κοπιαστική απ΄αυτήν". Σε
άλλον διάκονο, τον Ισίδωρο, σημειώνει ότι "από την ιεροσύνη και τη
βασιλεία, συνονόματε μου, τα πράγματα έχουν συνδεθεί. Γιατί αν και
διαφέρουν μεταξύ τους πολύ, δηλαδή η πρώτη ως ψυχή υπάρχει στον κόσμο και
η άλλη ως σώμα, αποβλέπουν όμως σε ένα τέλος, στη σωτηρία των υπηκόων"
όχι μόνο από τις επιστολές που παρουσιάσαμε αλλά και από τις άλλες που
δεν αναφέρουμε συμπεραίνουμε ότι ο όσιος τιμά ιδιαίτερα την ιεροσύνη την
οποία έχει πολύ ψηλά στη συνείδηση του. Η ιεροσύνη είναι ένα από τα
μυστήρια της εκκλησιας μας και ο ιερέας είναι ανώτερος από όλους τους
θνητούς. Για να λάβει ένας πιστός την ιεροσύνη πρέπει να έχει ορισμένα
προσόντα. Τα προσόντα αυτά τα υπογραμμίζει ο Ισίδωρος στις επιστολές του.
Σε επιστολή που έστειλε στον Επίσκοπο Λαμπέτιο, γράφει ότι δεν
επιτρέπεται να προσέρθει κάποιος στην ιεροσύνη χωρίς "να ασκηθεί στην
υπακοή και να έχει γυμναστεί και ευδοκιμήσει στις βασικές αρετές" όποτε
"έρχεται στην τέλεση τις λειτουργίας, έχοντας ως το πιο μεγάλο αγαθά την
εμπειρία. Γιατί εκείνος που επιχειρεί από πριν να κανονίζει τους άλλους,
ξεφεύγει από την αλήθεια αυτός όμως που πρώτα ρύθμιζε τον εαυτό του και
απόκτησε την πείρα των πραγμάτων, θα είναι κατάλληλος να ρυθμίζει τους
άλλους. Γιατί εκείνος βέβαια που, πριν ακόμα ασχοληθεί με τα όπλα,
νομίζει κιόλας ότι έγινε στρατηγός, αυτός ο ίδιος όμως αφού πρωτύτερα
γίνει καλός στρατιώτης θα είναι και παρά πολύ καλός στρατηγός". Αν σε
κάθε πράγμα η απειρία μπορεί να έχει όχι τα αναμενόμενα αποτελέσματα,
στην ιεροσύνη έχει καταστροφικά. Γράφει πάνω στο θέμα αυτό "Πολλοί
απερίσκεπτα, αφού νόμισαν ότι μπορεί κάθε άνδρας να εξουσιάζει τις ψυχές
η τα σώματα, ανέλαβαν εξουσία κι αφού γέμισαν από μύρια κακά και τους
εαυτούς τους και τους υπηκόους, κατάντησαν ύστερα στο βάραθρο της
καταστροφής άδοξα". Εκτός από την εμπειρία και την συναίσθηση των
δυνατοτήτων και ικανοτήτων του ο υποψήφιος για την ιεροσύνη πρέπει να
έχει τις παρακάτω αρετές: εγκράτεια, με τη στενή και πλατιά της έννοια,
να είναι στολισμένος με αρετές και ανδρείος μέχρι αυτοθυσίας και να έχει
συνεχώς στο μυαλό του, ότι "όσοι φορούν το πολυτιμότατο στεφάνι της
ιεροσύνης, είναι σωστό να κομπάζουν για αρετές περισσότερο παρά για
χρήματα και να θεωρούν ταιριαστή ευχαρίστηση τη σωφροσύνη και να μη
υποχωρούν ούτε στην γαστριμαργία, ούτε στα σχετικά με αυτήν πάθη". Ακόμα
ο υποψήφιος πρέπει να είναι καρτερικός και να είναι έτοιμος να πεθάνει
προκειμένου να υπερασπιστεί την αρετή και την ευσέβεια. Επίσης θα πρέπει
να γνωρίζει ο υποψήφιος κληρικός ότι θα γίνει λυχνάρι αναμμένο από τον
ίδιο τον θεό για να "εξαστράπτη φωτοσμόν τη εκκλησία" με τη ζωή του με τη
δράση του. Επομένως γράφει : "δεν είναι δίκαιο να γίνει ιερέας ο βέβηλος"
διότι "ιερόν είναι χρή τόν ιερωμένον". Ο κληρικός, συνεχίζει, πρέπει να
έχει τη δύναμη ώστε "να διατηρήσει τον εαυτό του μακριά από κάθε
τυραννικό και αισχρό πάθος όπως τα ανάκτορα", γιατί "εκείνος που υπηρετεί
το θεό και είναι κοντά του τίποτα ξένο και υλικό δεν μπορεί να φέρει
επάνω του".Στον επίσκοπο Στρατήγιο, που είχε ενθρονιστεί πριν από λίγες
μέρες, έγραφε "γνώριζε, τιμιότατε, ότι σε όλη σου τη ζωή, κυρίως όμως
τώρα που ξεπερνάς τα όρια αυτής που θεωρείται εξουσία, η οποία είναι και
λειτουργία, θα ήσουν δίκαιος αν νικούσες τις επιθυμίες σου, για να μη
νικηθείς από καμία αδυναμία από αυτές που έχουν οι υπήκοοι σου. Γιατί
είναι παρά πολύ δυσάρεστο, αν συλληφθείς να μη μπορείς να εξουσιάζεις τον
εαυτό σου, ενώ θέλεις να διατάζεις αυτούς που είναι στην εξουσία σου".Τον
αρχιδιάκονο Πανσόφιο συμβούλευε ως εξής: "Αν διακονείς το θυσιαστήριο του
Χριστού να τελείς με ευλάβεια τη λειτουργία σου, σύμφωνα με το νόμο Του
και να φαίνεσαι πράος και ταπεινός στην καρδιά. Γιατί δεν διοικείς κάποια
πολιτική ηγεμονία , που φλογίζεται από περηφάνια και εμπάθεια, αλλά
διακονία ειρηνική και ατάραχη. Σε άλλη επιστολή σημειώνει στον αποδέκτη
της ότι : "αν και η ιεροσύνη είναι πιο υψηλή και πιο άξια από κάθε
βασιλεία, δεν πρέπει αυτοί που την έχουν να υπερηφανεύονται γι΄αυτήν
μπροστά στους άλλους, αλλά να θεωρούν πιο σωστό και πιο ταιριαστό
στολίδι της την πραότητα που συνοδεύεται με σύνεση". Μεγάλη χαρά
αισθανόταν ο άγιος όταν μάθαινε ότι πιστοί και ενάρετοι συνάνθρωποι του
στελεχώνουν τις τάξεις του κλήρου. Αντίθετα πόνο θλίψη και αγανάκτηση
όταν τον κυρίευε, όταν έφταναν στο κελί του ειδήσεις ότι ανάξια και φαύλα
πρόσωπα χειροτονούνται ιερείς. Όπως μέσα στους δώδεκα μαθητές του Κυρίου
μας ήταν και αυτός που τον πρόδωσε, ο Ιούδας έτσι δυστυχώς και στις
τάξεις του κλήρου εισέρχονται πολλές φορές άτομα ακατάλληλα και ανάξια,
τα οποία με τη ζωή τους σκανδαλίζουν και ψυχραίνουν τους πιστούς.
Επιδρομείς κληρικούς τους ονομάζει ο ιερός πατήρ. Σε μια επιστολή γράφει:
"αυτούς όμως που τόλμησαν να ορμίσουν σε αυτήν... πρέπει να τους
κατηγορεί κανείς... γιατί παραμελώντας την οδό που φέρνει στη λειτουργία
και ατιμάζοντας την αγιοτάτη και καθαροτάτη υπομονή, που αποκτήθηκε σε
πολύ χρόνο με ενάρετους κόπους και παραβλέποντας και τους θεσμούς και τις
άλλες άγιες πράξεις της ενάρετης ζωής, νόμισαν ότι τους επαρκεί η
χειροτονία. Καμαρώνοντας μόνο γι΄αυτην, προβάλλουν αυτούς που ζουν
σωστά". Ποια είναι τα αποτελέσματα, όταν γίνονται κληρικοί ανάξιοι; "Όταν
κάποιος νόθος και ανάξιος εισέλθει με τη βία στο αξίωμα της ιεροσύνης,
τότε κυρίως και ο στολισμός του αξιώματος μεταβάλλεται σε απρέπεια. Γιατί
είναι φυσικό να γίνονται οι υπήκοοι όμοιοι με τον άρχοντα". Μεγάλη η
ευθύνη του επίσκοπου που χειροτονεί ανάξιους. Γράφει για κάποιον
επίσκοπο: "Αν αγνοώντας ο Ευσέβιος τους χειροτόνησε, θα έχει μέτρια
απολογία "εν αγνοία'' αν όμως, όπως λες, γνωρίζοντας το παρά πολύ καλά,
παρέδωσε το ποίμνιο (για το οποίο ο Χριστός έχυσε το αίμα του) σε λύκους
για να το αρπάξουν, σε σκυλιά για να ασελγήσουν και σε αλεπούδες για να
το αφανίσουν με δόλο, αυτός δεν θα έχει τι να απολογηθεί για τις τόσες
αμαρτίες. Κι αυτά τα λέγω, όχι γιατί θα είναι ανεύθυνοι εκείνοι και δεν
θα κριθούν, αλλά γιατί αυτός που παρέχει τα σπέρματα των αμαρτημάτων θα
τιμωρηθεί πολύ περισσότερο. Γιατί αυτός που δημιουργεί την αιτία γίνεται
αίτιος για όλα όσα συμβαίνουν". Η ιεροσύνη κατά τον Όσιο δεν είναι ούτε
αντικείμενο αγοροπωλησίας ούτε ταιριάζει στον καθένα ούτε ταιριάζει στον
καθένα, ούτε είναι παιχνίδι που εξαρτάται από την αδεξιότητα του ενός η
του άλλου. Φέρεται με δριμύτητα πάντοτε και εναντίον εκείνον που
καπηλεύονται την ιεροσύνη. Σε μία του επιστολή αναφέρει: "τον παλιό
καιρό, στην εποχή των εβραίων, καθώς η ιεροσύνη συνδεόταν με το γένος,
κατηγορούσαν πολλοί, γιατί δινόταν εξαιτίας του γένους και όχι της αρετής
επειδή όμως μεταρρυθμίστηκε προς το καλύτερο και μεταβιβάστηκε στην
αρετή, πολύ περισσότερο κακοποιείται, παρά όταν και κατώτερη ήταν και στο
γένος μοιραζόταν με κλήρο. Γιατί, τότε αν και ήταν μερικοί ανάξιοι από
αυτούς που προσερχόταν στην ιεροσύνη, ήταν όμως και άριστοι και η εξαγορά
της με χρήματα απαγορευόταν εντελώς τώρα που και προς το καλύτερο
προόδεψε και στην αρετή προσφέρθηκε πολύ περισσότερο καταπατήθηκε...
είναι λοιπόν γνωστό σε στεριά και σε θάλασσα, ότι κανένας από αυτούς που
καλοπερνούν δεν θα χειροτονηθεί ιερέας". Ποιο όμως θα είναι το τίμημα που
θα πάρουν όλοι όσοι πήραν την ιεροσύνη χωρίς να την αξίζουν: "Αν την
ιεροσύνη με χαμερπή κολακεία και με χρήματα την ασπάστηκες άπληστα,
ξεφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων, επειδή δήθεν δεν διέκριναν την
αλήθεια, μη νομίσεις όμως ότι έτσι θα ξεφύγεις και την μέλλουσα
ανταπόδοση". Ο Ισίδωρος και αλλού καταδικάζει όσους πήραν ανάξια την
ιεροσύνη. Μεγάλο βάρος ρίχνει στους επίσκοπους που χειροτονούν κάποιον
χωρίς να εξετάσουν και να ερευνήσουν τη ζωή του. Την μεγαλύτερη ευθύνη
για την εισαγωγή αναξίων και σκανδαλοποιών ατόμων στην ιεροσύνη, κατά τον
όσιο έχουν οι Επίσκοποι. Αυτοί πριν τρέξουν να βάλουν το χέρι τους στο
κεφάλι αυτού που θα χειροτονήσουν πρέπει να εξετάσουν καλά και να
ρωτήσουν πολλούς και να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους για τις αρετές
οι τις κακίες που έχει ο υποψήφιος κληρικός και μετά να τον
χειροτονήσουν. Αυτές είναι μερικές από τις επιστολές στις οποίες
φαίνονται οι απόψεις του Άγιου Ισίδωρου δια τον ιερόν κλήρον. Εύχομαι
σήμερα μνήμη του οσίου πατρός ημών Ισίδωρου του Πηλουσίωτου
όπως έχουμε τον Όσιο ως αλάνθαστο οδοδείκτη στη ζωή μας. Αμήν.

Ασημινάκης Άγγελος
Η "δούλη" με τους λαμπρότερους τίτλους
Πανάγια και Ορθόδοξος εκκλησία, Ορθοδοξία και Θεοτόκος συνυφαίνονται τόσο στενά, ώστε να μη μπορεί να υπάρξει η μια χωρίς την άλλης. Η ορθόδοξη ψυχή στέκεται με μυστικό δέος, άφατη στοργή και ιερότατη συγκίνηση μπροστά στο άχραντο θεοχώρητο παλάτιο και θησαύρισμα της χάρητος. Στην κάθε γιορτή της οι ιεροί υμνογράφοι αφήνουν να χυθεί Από τις θεοκίνητες ψυχές τους ο,τι ωραιότερο και αγιώτερο για την πανύμνητον Θεοτόκον. Ενώ κάθε γιορτή της είναι ευφρόσυνο πανηγύρι για τους πιστούς. Είναι σημαντικότατο, ότι ο Άγγελος της ευαγγελίστηκε τη μεγάλη και απρόσμενη είδηση ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Ιησούν, ο οποίος θα είναι ο"μέγας" και θα αναγνωρισθεί "υιός Υψίστου" η απάντηση της ήταν "ιδού ηδούλη του Κυρίου" είθε να γίνει σε εμένα αυτό, που είπες (Λουκ. α΄ 26-38) .Ωστόσο αυτή που έχει για τον εαυτό της το φρόνημα ότι είναι "δούλη Κυρίου", δηλαδή ολότελα πρόθυμη να διακονήσει το άγιο θέλημα του Κυρίου,που όμως δεν μπορούσε να εννοήσει, είναι το πρόσωπο με τους μεγαλύτερουςκαι μοναδικούς τίτλους. Το λαμπρότερο πρόσωπο στην ιστορία του κόσμου, από την αρχή της δημιουργίας ως το τέλος της! Απαριθμώ ελάχιστους από τους τίτλους που έδωσε η εκκλησία του Χριστού διαμέσου των αιώνων στη "δούλη Κυρίου". Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κομίζοντας τηςτο μήνυμα του ουρανού την ονόμασε "Κεχαριτωμένη". Δηλαδή, γεμάτη από υπερφυσική θεια χάρη θυγατέρα της χάριτος πρόσωπο που έλαβε από τον Θεόν πολλές και μεγάλες χάριτες. Προπαντός δε την κατ΄ εξοχήν χάρη να γίνει μητέρα του Κυρίου. Ο μοναδικός αυτός τίτλος δόθηκε πρώτη φορά στη Θεοτόκο. Και από τότε κανένας δε βρέθηκε ούτε θα βρεθεί να τον διεκδικήσει. "Κεχαριτωμένη" λοιπόν για το θεομητορικό θαύμα της οποίας χαίρει ολόκληρη η δημιουργία, το σύστημα των υπεράριθμων Αγγέλων και τογένος των ανθρώπων. Η εκκλησία της έδωσε ακόμη τον τίτλο "βασίλισσα των αγγέλων" και την ονόμασε "παγκόσμιον δόξαν". Μια βασίλισσα που γεννήθηκεαπό θνητούς ανθρώπους. Μια δόξα που βλάστησε από άσημους ανθρώπους καιγέννησε τον Δεσπότην του κόσμου. Γι΄ αυτό και δεν την αποκαλούμε απλώςευλογημένη αλλά "Υπερευλογημένη". Ευλογημένη περισσότερο από κάθε τι που υπάρχει. Διότι από εκείνον, ο Οποίος δανείστηκε σάρκα απ΄αυτήν, αιχμαλωτίστηκε ο Άδης, ο Αδάμ ανακλήθηκε από την πτώση του, η παλαιάκατάρα της παραβιάσεως νεκρώθηκε, η Εύα ελευθερώθηκε από τα δεσμά της παρακοής, ο θάνατος νεκρώθηκε και όλοι εμείς δεχθήκαμε ζωή αληθινή. Για όλα αυτά οι χοροστασίες των αγγέλων κατεπλάγησαν . Διότι δεν μπόρεσαν νακατανοήσουν, πως Αυτός, που συνέχει τα πάντα με ένα του νεύμα, κρατιέταιστην αγκαλιά της ως άνθρωπος που λαμβάνει αρχή Αυτός, που υπάρχει προπάντων των αιώνων πως γαλουχείται Αυτός, ο Οποίος τρέφει με την άφατηχρηστότητα του, κάθε τι που αναπνέει και ζει. Γι΄ αυτό δίκαια η εκκλησίατην αποκαλεί "Τιμιοτέραν των χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως τωνΣεραφείμ". Δηλαδή πολύ πιο σεβάσμια, πολύ πιο άξια τιμής από τα Χερουβείμ, που κυκλώνουν θρόνο του Τριαδικού Θεού. Πρόσωπο, το οποίονέχει ασύγκριτα πιο μεγάλη δόξα, τιμή και υπόληψη από τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, που ψάλλουν ασίγητα γύρω από το θρόνο του θεού το τρισάγιον ύμνον "άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ...". Άλλωστε η Παρθένος είναι κατά ένα εκκλησιαστικό εγκώμιο πολυ ταιριαστό στο πρόσωπο της "καθέδρα του βασιλέως" και "παλάτιον έμψυχον" του "Κτίστου" της, που την δημιούργησε. Είναι το "θεοπρεπές ενδιαίτημα", το κατοικητήριον που ταιριάζει στο Δημιουργό. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της εκκλησίας μας, εγκωμιάζοντας την Παναγία κατά την εορτή της κοιμήσεως της είπε, απευθυνόμενος στο άχραντο πρόσωπο της: Συ είσαι ο βασιλικός θρόνος πλάι από τον οποίο παραστέκουν οι "θρόνοι", δηλαδή οι άγγελοι, ατενίζοντας τον Δεσπότην και Δημιουργόν ο θρόνος, πάνω στον οποίον κάθεται ωσάν σε όχημα ο Δεσπότης Χρίστος. Παράλληλο εγκώμιο -τίτλος προς την "δούλη Κυρίου" είναι και το "Κιβωτός του αγιάσματος". Η κιβωτός, που είναι από παντού καλυμμένη με χρυσάφι, το οποίον διαλάμπεικαι φωτίζεται από το Άγιον Πνεύμα. Η Παναγία είναι "η χρυσήλατος στάμνος"η στάμνα η δουλεμένη με το σφυρί και από χρυσάφι, η οποία φέρει τον Χριστόν, που είναι "το μάννα το ουράνιον" και η καθαρή και άδολη "τροφήτου παντός κόσμου"(Άγιος Ανδρέας Κρήτης). Ο ίδιος υμνογράφος την ονομάζεικαι "νέαν μυροθήκην του ακένωτου μύρου" μύρον δε ακένωτον και "πολύτιμον" είναι ο Σωτήρας Κύριος που ευφραίνει μυστικά τις καρδίες εκείνων, οι οποίοι τον πιστεύουν και έχουν κλείσει μέσα τους το θαύμα της Θεοτόκου. Να, και ένας ακόμη τίτλος της Παρθένου. Οι υμνογράφοι την αποκαλούν όχι λίγες φορές "γλυκασμόν των αγγέλων". Δηλαδή πρόσωπο, που γλυκαίνειπερισσότερο από κάθε άλλο κτιστό και λογικό πλάσμα τις ουράνιες αγγελικέςδυνάμεις και τις γεμίζει με άφατη ευφροσύνη. Δίκαια ο ιερός υμνογράφος ατενίζοντας το άσπιλο και αμόλυντο πρόσωπο της αναφωνεί γεμάτος έκσταση: Πώς να σε καλέσουμε Κεχαριτωμένη ; Να σε καλέσουμε ουρανό, διότι ανέτειλες τον ήλιο της δικαιοσύνης. Παράδεισο, διότι, εβλάστησες το άνθος της αφθαρσίας. Παρθένο, διότι, αν και γέννησες, δεν έχασες την παρθενία σου. Μητέρα αγνή, διότι στη μητρική σου αγκαλιά κράτησες Υιόν, τον Θεόν, που κυβερνά τα πάντα. Ο δε Άγιος Ανδρέας Κρήτης σ΄ ένα ξέσπασμα της οσίας ψυχής του, πλέκει ένα σπάνιο εγκώμιο προς την Κυρίαν Θεοτόκον, στο οποίο λέγει τα ακόλουθα: "Χαίρεις το σκήπτρον του Δαβίδ το βασιλικόν ένδυμα τωνχαρίτων ο στέφανος της παρθενίας ο τύπος ο άγραφος(...) η απαρχή της ημών αναπλάσεως(...) η απροσδόκητος των εθνών σωτηρία(...) το κιαπνιζόμενον όρος...". Με τέτοιους και πολλούς άλλους παρόμοιους τίτλους και εγκώμια υμνούμε οι ορθόδοξοι την παρθένον. Αυτήν που από βαθειά ταπείνωση και υποδειγματική υπακοή της ονόμασε τον εαυτό της "δούλη Κυρίου". Το ταπεινότης φρόνημα, που δεν έχει άλλο προηγούμενο σε λογικό δημιούργημα του Θεού, της προσεκόμισε ένα ατελεύτητο εγκώμιο από τους ανθρώπους και την ανέβασε ασύγκριτα πιο πάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Κάτι που δεν έγινε ούτε θα γίνει ποτέ σε κτιστή ύπαρξη.

Ασημινάκης Άγγελος

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ

Δεν θα παύση η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία, να αναδεικνύη αγίους έως της συντελείας του αιώνος. Χαίρει η Εκκλησία διά τους νεοφανείς αγίους, εξαιρέτως δε, διά το νέκταρ το γλυκύτατον της εναρέτου ζωής, το πολύτιμον σκεύος των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, τον Θεοφόρον Ιεράρχη, τον Άγιον Νεκτάριον επίσκοπον, Πενταπόλεως.
Ο Άγιος του Θεού, γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης κι έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Οι γονείς του ήταν ο Δημοσθένης Κεφάλας κι η Μαρία Κεφαλά. Η μητέρα του ήταν πολύ ευσεβής και όταν ο Άγιος ήταν πέντε ετών του δίδαξε τον ν' ψαλμό του Δαβίδ. Όταν ο Αναστάσιος έφθανε στον στίχο " διδάξω ανόμους τας οδούς σου" τον επαναλάμβανε πολλές φορές, σαν να ήξερε πόσο καθοριστικός θα ήταν ο ρόλος του αργότερα.

Για λόγους οικονομικούς αφού τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο στην πατρίδα του, έφυγε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών για την Κωνσταντινούπολη, και προσελήφθη ως υπάλληλος σε συγγενικό κατάστημα με μόνη αμοιβή στέγη και τροφή. Παρά τις δύσκολες συνθήκες βρίσκει καταφύγιο στη μελέτη, τη μόνιμη στη ζωή του συντροφιά και, μάλιστα, όσα από τα ρητά τα θεωρούσε ωφέλιμα για τους αγοραστές του, τα σημείωνε στα περιτυλίγματα του καπνού. Αργότερα εργάστηκε ως παιδονόμος στο Αγιοταφικό Μετόχι της Πόλης, όπου διευθυντής ήταν ο θείος του. Αγαπούσε και συμμετείχε σχεδόν κάθε ημέρα στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ο πόθος διά την Μοναχική Πολιτεία ήταν διακαής.
Το 1868 σε ηλικία είκοσι ετών φεύγει από την Πόλη και μεταβαίνει στην Χίο και υπηρετεί ως γραμματοδιδάσκαλος στο Λιθί, έως το 1873, όπου προσέρχεται στην Νέα Μονή και μετά από τριετή δοκιμασία λαμβάνει στις 7 Νοεμβρίου 1876 το αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος. Στις 15 Ιανουαρίου (ημέρα της βαπτίσεώς του) το 1877 χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο και μετονομάζεται σε Νεκτάριο. Στην Χίο φοιτά στο Γυμνάσιο, αλλά ο σεισμός του 1881 τον αναγκάζει να έρθει στην Αθήνα, όπου στο Βαρβάκειο δίνει τις απολυτήριες εξετάσεις, ως κατ' οίκον διδαχθείς και παίρνει το απολυτήριο
Το 1881 ταξιδεύει στην Αλεξάνδεια, όπου συναντά τον πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος τον παροτρύνει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, κάτι που γίνεται εφικτό με την οικονομική υποστήριξη των αδελφών Χωρέμη. Το 1882 πήρε την υποτροφία του κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Πήρε το πτυχίο του τον Οκτώβριο του 1885 με βαθμό "καλώς".
Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Στις 6 Αυγούστου του ιδίου έτους χειροθετείται Μέγας Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός και τοποθετείται στην Πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καΐρου. Εργάζεται συνεχώς με ζήλο και αυταπάρνηση. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας τον αμείβει με το ύπατο αξίωμα. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 χειροτονείται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στον Άγιο Νικόλαο Καΐρου (ο οποίος ανακαινίστηκε ριζικώς υπό του Αγίου), από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, τον πρώην Κερκύρας Αντώνιο και τον Σιναίου Πορφύριο. Ως μητροπολίτης συνέχισε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα, χωρίς μάλιστα να πληρώνεται, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης του Πατριαρχείου. Έλαβε ενεργό μέρος για τις εκδηλώσεις της 50ετηρίδος της αρχιερατείας του ευεργέτη και προστάτη του Πατριάρχη, που έμελλε να γίνει διώκτης του. Με μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε το αξίωμα της αρχιερωσύνης και είναι αξιοσημείωτο να αναφέρωμεν τι έλεγε προς τον Κύριο: "Κύριε διατί με ανύψωσες εις τοσούτον μέγα αξίωμα; Εγώ σου εζήτησα να γίνω μόνον Θεολόγος κι όχι Μητροπολίτης. Εκ νεαράς ηλικίας Σου εζήτησα να γίνω ένας απλός εργάτης του Θείου Λόγου Σου, και Συ, Κύριε, τώρα με δοκιμάζεις με τόσα πράγματα. Αλλ' υποτάσσομαι, Κύριε, εις το θέλημα Σου, και δέομαι: καλλιέργησε εντός μου την ταπεινοφροσύνην και τον σπόρον των λοιπών αγίων αρετών, δι' ων τρόπων γνωρίζεις, και αξίωσόν με να ζήσω πάσας τας επί γης ημέρας μου συμφώνως προς τους λόγους του μακαρίου Παύλου, όστις λέγει: "Ζω Δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός". Και ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση του ταπεινού Ιεράρχου. Οι αρετές του Αγίου διεδόθηκαν παντού και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το θησαυρό που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο δημιουργός της κακίας, ο διάβολος, δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του. Πράγματι κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοί που είχαν εισχωρήσει στο περιβάλλον του ενενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τον Άγιο ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό και επιδιώκει να αναλάβει τον Θρόνο της Αλεξανδρείας. Μάλιστα υπαινίχθησαν και ηθικές παρεκτροπές του δικαίου Νεκταρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παύση του Αγίου από τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Γραφείου και … του επέτρεπαν να λαμβάνει μέρος τροφής εν τη κοινή τραπέζη μετά των ιερέων και να διαμένει στο οίκημα της Πατριαρχικής Επιτροπείας. Μετ' ολίγον αποπέμπεται από την Αίγυπτο με την αιτιολογία " μη δυνειθείς να εξοικειωθή προς το κλίμα της Αιγύπτου". Μάταια ζήτησε να συναντήσει τον Πατριάρχη. Οι πιστοί εθλίβησαν που στερήθησαν τον " συμπαθέστατον των Αρχιερέων και τον αγαθώτατον και δραστηριώτατον των κληρικών".
Εδέχθη ο θείος πατήρ την αδικίαν ταύτην και πικρή δοκιμασία εν πολλή ευχαριστία προς τον Κύριον και ανεχώρησε από την Αίγυπτο κι ήλθε στην Αθήνα το 1889, χωρίς χρήματα και απογοητευμένος αναζητώντας εργασία, αδυνατώντας να πληρώσει ακόμη και τα ενοίκια στην Νεάπολη (Εξάρχεια). Μετά από αγώνες καταφέρνει να πάρει μία θέση ιεροκήρυκος στην Εύβοια. Τον Ιούλιο του 1893 μετατίθεται στην νομό Φθιωτοφωκίδος όπου εργάζεται ακάματα για μόλις έξι μήνες, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις. Τον Μάρτιο του 1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Εργάζεται με ζήλο Θεού για την εμφύτευση του ιερού ζήλου της ιεροσύνης στους ιεροσπουδαστές του, αλλά και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, την αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος της σχολής, ακόμη και για την καλυτέρευση του φαγητού και την άθληση. Κατάφερε να χορηγούνται τέσσερις υποτροφίες κάθε χρόνο για μαθητές προερχόμενους από τη Μικρά Ασία. Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί για αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη λατρευτική ζωή και ανέδειξε ως λατρευτικό κέντρο το ναό του Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου και τη σχολή πνευματικό ίδρυμα προσκαλώντας επιστήμονες να δίνουν διαλέξεις. Η προσευχή του ήταν το σημαντικότερο λίπασμα για την άνθηση της σχολής. Παράλληλα ασκούσε και λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικό και φιλανθρωπικό έργο. Σχετίζεται με τον παπα-Πλανά και παίρνει μέρος στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου έψαλαν οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης. Τον Ιούλιο του 1898 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιο Όρος. Διέμεινε για ένα μήνα και επισκέφτηκε τα κυριότερα μοναστήρια και σκήτες. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Γέροντα Δανιήλ με τον οποίο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία. Επίσης συνεδέθη με τον π. Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη ο οποίος αργότερα διαδέχθηκε τον Άγιο Σάββα της Καλύμνου στην πνευματική καθοδήγηση της μονής στην Αίγινα. Το επόμενο καλοκαίρι (Αύγουστος 1898) ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και την γενέτειρά του Σηλυβρία. Είχε την ευκαιρία να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής και τους τάφους των γονέων του. Το 1904 έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του για ίδρυση γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, αρχικά αποτελουμένης από τέσσερις αδελφές. Ο Άγιος δεν έπαυε να τις κατευθύνει πνευματικά, να τις στηρίζει ηθικά και οικονομικά. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1908 υπέβαλε την παραίτησή του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου λόγω ασθενείας.
Αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των μοναχών, στην ανοικοδόμηση της μονής, στη συγγραφή και στην πνευματική και οικονομική στήριξη των αδυνάτων κατοίκων του. Οι δοκιμασίες όμως δεν σταμάτησαν. Για ποικίλους λόγους η επίσημη αναγνώριση της μονής δεν ήλθε παρά μόνο όταν ο Άγιος είχε κοιμηθεί. Επιπλέον, κατηγορήθηκε για ανηθικότητα από τη μητέρα μίας κοπέλας που κατέφυγε στη μονή να μονάσει. Όλες αυτές τις δοκιμασίες τις βίωνε με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό και είναι χαρακτηριστικό πως μία από τις προσφιλείς ασχολίες του ήταν η φιλοτέχνηση σταυρών στους οποίους έγραφε " Σταυρός μερίς του βίου μου".
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης την μακαρία ψυχή του εις χείρας Θεού ζώντος, τον οποίο αγάπησε εκ νεότητος και δι' όλου του βίου εδόξασεν, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευώδες μύρον έκβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο Μοναστηράκι του κι εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη εν συρροή κλήρου και λαού.
Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώον και αδιάφθορον, εκχέον την άρρητον ευωδίαν της αγιότητος ως μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος. Αλλ' ύστερον διελύθη, κρίμασιν οις οίδεν ο Θεός, ως διελύθησαν πολλά αδιάφθορα λείψανα αγίων. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του, υπό του Μητροπολίτη Ύδρας Προκοπίου, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημος αναγνώρισις του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
"Μέγας ο Κύριος ημών και της μεγαλοσύνης Αυτού ουκ έσται πέρας, ο δοξάζων τους δοξάσαντας αυτού" ως αψευδώς επηγγήλατο. Όντως ο Άγιος Νεκτάριος είναι ο Άγιος του αιώνος μας, ο γλυκύς, ο πράος, ο ανεξίκακος, ο ταπεινός και διά τούτο έλαβε και λαμβάνει τόση χάρη από τον Κύριος της Δόξης. Ο συμπαθής Άγιος να παρέχει ενί εκάστω, εν παντί και πάντοτε την πατρική και σωστική αντίληψίν του και βοήθειαν. Αμήν.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΨΥΧΩΝ
Όποιος αντίκρισε μια φορά το ιδανικό,όποιος φωτίστηκε από το φως κάποιου άλλου κόσμου,όποιος έβαλε στο ένα του χέρι τη στιγμή και στ' άλλο την αιωνιότητα,όποιος κλείνει μέσα του τη δύναμη του Δημιουργού και βλέπει πως η ομορφιά της δικής του ψυχής είναι αρκετή για να σκεπάσει όλη την ασχήμια της ζωής αυτής,όποιος νοιώθει πως είναι απεσταλμένος δε μπορεί να σωπάσει.Σημαδεύει καλά το σκοπό του,ακολουθεί πιστά την τροχιά του και περνά σαν άγνωστος διαβάτης από τη χώρα των ανθρώπων.Είναι ένας παράξενος ζητιάνος κι αδιάκοπα κτυπά τις πόρτες των ανθρώπων μα για να δώσει κι όχι για ζητήσει.Σέρνει τη μεγάλη ψυχή του και διαβαίνει κοιτάζοντας ν' ανεβάσει και τους άλλους ώς το δικό του ύψος.Ο Μονογενής και Λόγος του Θεού, Εκείνος είναι «ο ποιητής ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων». Εκείνος είναι ο καλλιτέχνης και ο Ζωγράφος που Ζωγράφισε και καλλιτέχνησε την προσωπικότητα του ανθρώπου «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν του». Εκείνος είναι που έπλασε αθάνατο τον άνθρωπο. Κι όσοι κοινωνούνε από το Αίμα και το πνεύμα Του δημιουργούνε αθάνατα έργα κι οι ίδιοι μπαίνουνε στη δική του αθανασία.

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
(Μητροπολίτης Γέρων απο Κισάμου και Σελίνου)